Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κακῶς πάσχων π

  • 1 Retaliate

    v. trans.
    See Requite.
    Rataliate the existing discredit upon those who created it: P. τὴν ὑπάρχουσαν αἰσχύνην εἰς τοὺς αἰτίους ἀπώσασθαι (Dem. 408).
    Retaliate upon, injure in return: P. and V. ἀντιδρᾶν κακῶς (τινά), P. ἀνταδικεῖν (τινά).
    absol., P. and V. ἀμνεσθαι, ἀντιδρᾶν.
    Retaliate by returning evil for evil: P. κακῶς πάσχων ἀμύνεσθαι ἀντιδρῶν κακῶς (Plat., Crito, 49D).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Retaliate

См. также в других словарях:

  • παρανοϊκός — και, μη εν χρήσει τ. παρανοιακός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράνοια ή αυτός που προσιδιάζει στην παράνοια 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο παρανοϊκός, η παρανοϊκή άτομο που πάσχει από παράνοια ή άτομο που συμπεριφέρεται σαν να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»